οὖς, ὠτός

οὖς, ὠτός
+ τό N 3 27-36-50-53-24=190 Gn 20,8; 23,13.16; 35,4; 50,4
ear Ex 29,20
εἰσελεύσεται εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ it will come to his ears Ps 17(18),7; ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν in your hearing Dt 5,1; τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν they were hard of hearing, they were slow to comprehend Is 6,10; δὸς εἰς τὰ ὤτα Ἰησοῖ speak in the ears of Joshua, recite (this) in the hearing of Joshua Ex 17,14
Cf. SHIPP 1979, 425; →TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… …   Dictionary of Greek

  • ὠτός — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόνωτος — η, ο (Α μόνωτος, ον) (για αγγείο) αυτός που έχει μία λαβή νεοελλ. αυτός που έχει ένα αφτί αρχ. το ζώο μόναπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωτος (< οὖς, ὠτός), πρβλ. τρί ωτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύωτος — ον, Α αυτός που έχει πολλά αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. ά ωτος] …   Dictionary of Greek

  • τετράωτος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερα αφτιά 2. (για αγγεία) αυτός που έχει τέσσερεις λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. πολύ ωτος] …   Dictionary of Greek

  • τρίωτον — τὸ, Α αγγείο με τρεις λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. *τρίωτος < τρι * + ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. τετρά ωτος. Ανάλογος σχηματισμός είναι και το σιγμόληκτο επίθ. που απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην.… …   Dictionary of Greek

  • κυνωτός — κυνωτός, ὁ πληθ. και, ανώμ., κυνῶτες (Α) ονομασία ριξιάς τών ζαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»)] …   Dictionary of Greek

  • ωτόλιθος — ο, Ν ζωολ. 1. ο στατόλιθος τού έσω ωτός τών σπονδυλοζώων 2. (κατ επέκτ.) ανάλογα συγκρίματα που περιέχονται στις στατοκύστες τών καρκινοειδών και άλλων ασπονδύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. otolith (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + λίθος). Η λ …   Dictionary of Greek

  • внушать — внушить, ст. слав. въноушити ἐνωτίζειν (Супр. и др.). От *vъn и ухо; ср. греч. ἐνωτίζω и οὖς, ὠτός ухо ; см. Горяев, ЭС 52 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Cephalotus — Not to be confused with Cephalotes. Cephalotus Conservation status …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”