ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… … Dictionary of Greek
ὠτός — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνωτος — η, ο (Α μόνωτος, ον) (για αγγείο) αυτός που έχει μία λαβή νεοελλ. αυτός που έχει ένα αφτί αρχ. το ζώο μόναπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωτος (< οὖς, ὠτός), πρβλ. τρί ωτος] … Dictionary of Greek
πολύωτος — ον, Α αυτός που έχει πολλά αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. ά ωτος] … Dictionary of Greek
τετράωτος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερα αφτιά 2. (για αγγεία) αυτός που έχει τέσσερεις λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. πολύ ωτος] … Dictionary of Greek
τρίωτον — τὸ, Α αγγείο με τρεις λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. *τρίωτος < τρι * + ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. τετρά ωτος. Ανάλογος σχηματισμός είναι και το σιγμόληκτο επίθ. που απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην.… … Dictionary of Greek
κυνωτός — κυνωτός, ὁ πληθ. και, ανώμ., κυνῶτες (Α) ονομασία ριξιάς τών ζαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»)] … Dictionary of Greek
ωτόλιθος — ο, Ν ζωολ. 1. ο στατόλιθος τού έσω ωτός τών σπονδυλοζώων 2. (κατ επέκτ.) ανάλογα συγκρίματα που περιέχονται στις στατοκύστες τών καρκινοειδών και άλλων ασπονδύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. otolith (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + λίθος). Η λ … Dictionary of Greek
внушать — внушить, ст. слав. въноушити ἐνωτίζειν (Супр. и др.). От *vъn и ухо; ср. греч. ἐνωτίζω и οὖς, ὠτός ухо ; см. Горяев, ЭС 52 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Cephalotus — Not to be confused with Cephalotes. Cephalotus Conservation status … Wikipedia